- ἀνθρώπειος
- 3 (= ἀνθρώπινος) человеческий
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ανθρώπειος — ἀνθρώπειος, α, ον (AM) 1. ανθρώπινος* (σε αντίθεση με το θείος και το μυθικός) 2. αυτός που ταιριάζει στον άνθρωπο, που δεν ξεπερνά τις δυνάμεις του 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνθρώπειον το ανθρώπινο γένος, η ανθρώπινη φύση … Dictionary of Greek
ἀνθρώπειος — human masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείων — ἀνθρώπειος human fem gen pl ἀνθρώπειος human masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείως — ἀνθρώπειος human adverbial ἀνθρώπειος human masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρώπειον — ἀνθρώπειος human masc acc sg ἀνθρώπειος human neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείαις — ἀνθρώπειος human fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείη — ἀνθρώπειος human fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείην — ἀνθρώπειος human fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείοις — ἀνθρώπειος human masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείου — ἀνθρώπειος human masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπείους — ἀνθρώπειος human masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)